-
1 πίτνω
πίτνω (πᾰτνει, πίτνει; πίτνων, πίτνοντα: aor. (ἔ) πεσε(ν); πέσωμεν; πεσών, and for euphonic reasons, πετόντεσσιν, πετοῖσαν, πετοῖσαι: πίπτω occurs only in1ἐμπίπτων I. 1.68
: the codd. offer normally the form πιτνέω and derivatives, def. by van Leeuwen on O. 2.23)a fallἐν τεσσαράκοντα γὰρ μετόντεσσιν ἁνιόχοις P. 5.50
met., πένθος δὲ πίτνει βαρὺ (Schr.: - εῖ codd.) O. 2.23 ἐν δ' ὀλίγῳ βροτῶν τὸ τερπνὸν αὔξεται· οὕτω δὲ καὶ πίτνει χαμαί (Schr.: - εῖ codd.) P. 8.93 φθονερὰ δ' ἄλλος ἀνὴρ βλέπων γνώμαν κενεὰν σκότῳ κυλίνδει χαμαὶ πετοῖσαν (sc. χαμαιπετής) N. 4.41 ἀλλὰ κοινὸν γὰρ ἔρχεται κῦμ' Ἀίδα, πέσε δ ἀδόκητον ἐν καὶ δοκέοντα ( δοκέοντι coni. Fennel, Lobel) N. 7.31b fall into, find oneself in c. ἐν + dat.,ἐν δ' ἀφύκτοισι γυιοπέδαις πεσὼν P. 2.41
met., Νίκας ἐν ἀγκώνεσσι πίτνων ποικίλων ἔψαυσας ὕμνων (- ῶν v. l.) N. 5.42 ἁδυπνόῳ τέ νιν ἀσπάζοντο φωνᾷ χρυσέας ἐν γούνασιν πίτνοντα Νίκας ( πίτνοντο v. l.: νικῶντα Σ paraphr.) I. 2.26 ἐν ὕπνῳ γὰρ πέσεν (sc. φάμα παλαιά) I. 4.23μήτ' ἐν ὀρφανίᾳ πέσωμεν στεφάνων I. 8.6
, cf. N. 7.31, O. 7.69c met., from lot taking, fall out, happenτελεύταθεν δὲ λόγων κορυφαὶ ἐν ἀλαθείᾳ πετοῖσαι O. 7.69
πολλὰ δ' ἀνθρώποις παρὰ γνώμαν ἔπεσεν O. 12.10
ἔπεσε δ' οὐ Χαρίτων ἑκὰς ἁ δικαιόπολις νᾶσος i. e. the lot of the island has fallen with the Graces P. 8.21d frag. ]πεσον Δ. 4. b. 10. -
2 κενεός
1 empty, met., ineffectualοὐ χθόνα ταράσσοντες κενεὰν παρὰ δίαιταν O. 2.65
φθονερὰ δ' ἄλλος ἀνὴρ βλέπων γνώμαν κενεὰν σκότῳ κυλίνδει χαμαὶ πετοῖσαν N. 4.40
κενεᾶν δ' ἐλπίδων χαῦνον τέλος N. 8.45
c. intern. acc., κενεὰ πνεύσαις ἔπορε μόχθῳ βραχύ τι τερπνόν with empty aspiration O. 10.93 χαύνᾳ πραπίδι παλαιμονεῖ κενεά in vain P. 2.61 of pers. οὔ μιν διώξω· κεινὸς εἴην ( foolish. κενεὸς coni. Schr., cf. Schwyz., 1. 472) O. 3.45 frag. ]ψυχαν κενεῶ[ν] εμε[ fr. 140a. 55 (29). -
3 κυλίνδω
1 roll, tossπέτρας φοίνισσα κυλινδομένα φλὸξ ἐς βαθεῖαν φέρει πόντου πλάκα P. 1.24
Ἰξίονα ἐν πτερόεντι τροχῷ παντᾷ κυλινδόμενον P. 2.23
κυλινδέσκοντό (sc. πέτραι)τε κραιπνότεραι ἢ ἀνέμων στίχες P. 4.209
met.,αἵ γε μὲν ἀνδρῶν πόλλ' ἄνω, τὰ δ αὖ κάτω κυλίνδοντ ἐλπίδες O. 12.6
φθονερὰ δ' ἄλλος ἀνὴρ βλέπων γνώμαν κενεὰν σκότῳ κυλίνδει χαμαὶ πετοῖσαν exercises N. 4.40 αἰὼν δὲ κυλινδομέναις ἁμέραις ἄλλ' ἄλλοτ ἐξ ἄλλαξεν as the days roll by I. 3.18
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский